occlusion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
occlusion (en)
- (γενικότερα) φράξιμο (σωλήνα κ.λπ.)
- (ειδικότερα) (ιατρική)
- απόφραξη, σύμμυση
- επούλωση
- (οδοντιατρική) σύγκλιση δοντιών
- (χημεία) έγκλειση, απορρόφηση (υγρών, αερίων)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- occlusion < δημώδης λατινική occlusio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔ.kly.zjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
occlusion | occlusions |
occlusion (fr) θηλυκό
- η απόφραξη