Ετυμολογία

επεξεργασία
occlure < λατινική occludere

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.klyʁ/
      ενικός         πληθυντικός  
occlure occlures

occlure (fr)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία