occlusal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | occlusal | occlusals |
θηλυκό | occlusale | occlusales |
occlusal (fr)
- σχετικός με την επαφή των πάνω και κάτω δοντιών
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | occlusal | occlusals |
θηλυκό | occlusale | occlusales |
occlusal (fr)