mirus
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαmirus (eo)
- υποθετική του ρήματος miri
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mirus < πρωτοϊταλική *smeiros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sméy(h₂)ros (γέλιο, χαμόγελο) < *(s)meyh₂- (γελώ, χαίρομαι)
Επίθετο
επεξεργασίαmirus (la)
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | mirus | mira | mirum | mirī | mirae | mira |
γενική | mirī | mirae | mirī | mirōrum | mirārum | mirōrum |
δοτική | mirō | mirae | mirō | mirīs | mirīs | mirīs |
αιτιατική | mirum | miram | mirum | mirōs | mirās | mira |
κλητική | mire | mira | mirum | mirī | mirae | mira |
αφαιρετική | mirō | mirā | mirō | mirīs | mirīs | mirīs |