Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική miesiączka miesiączki
γενική miesiączki miesiączek
δοτική miesiączce miesiączkom
αιτιατική miesiącz miesiączki
οργανική miesiącz miesiączkami
τοπική miesiączce miesiączkach
κλητική miesiączko miesiączki

  Ετυμολογία επεξεργασία

miesiączka < miesiąc

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

miesiączka (pl) θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία