labia
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- labia < (άμεσο δάνειο) λατινική labia, πληθυντικός του labium
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
labia (en) πληθυντικός (ενικός: labium)
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
Λατινικά (la)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈla.bi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : la‐bi‐a
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
labia (la) θηλυκό
- άλλη μορφή του labium
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | labia | labiae |
γενική | labiae | labiārum |
δοτική | labiae | labiīs |
αιτιατική | labiam | labiās |
κλητική | labia | labiae |
αφαιρετική | labiā | labiīs |
Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του labium
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «labia» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Παλαιά γαλλικά (fro)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- labia < (άμεσο δάνειο) λατινική labia
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
labia (făba) θηλυκό
- (10ος αιώνας) χείλη