Ετυμολογία

επεξεργασία
labia < (άμεσο δάνειο) λατινική labia, πληθυντικός του labium

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

labia (en) πληθυντικός (ενικός: labium)

Υπερώνυμα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.bi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: la‐bi‐a

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

labia (la) θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική labia labiae
γενική labiae labiārum
δοτική labiae labiīs
αιτιατική labiam labiās
κλητική labia labiae
αφαιρετική labiā labiīs
(α' κλίση)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
labia < (άμεσο δάνειο) λατινική labia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

labia (făba) θηλυκό