Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kapitulacja kapitulacje
γενική kapitulacji kapitulacji(/kapitulacyj)
δοτική kapitulacji kapitulacjom
αιτιατική kapitulac kapitulacje
οργανική kapitulac kapitulacjami
τοπική kapitulacji kapitulacjach
κλητική kapitulacjo kapitulacje

  Ετυμολογία επεξεργασία

kapitulacja < λατινική capitulare < capitulum

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

kapitulacja (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία