Βοσνιακά (bs) Επεξεργασία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

haber (bs)



Εβραιοϊσπανικά (lad) Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
haber haberes

  Ετυμολογία Επεξεργασία

haber < (άμεσο δάνειο) τουρκική haber (είδηση)

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /hɑˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ha‐ber

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

haber αρσενικό

  1. η είδηση, το νέο
    ke haber? - τι γίνεται; ποια είναι τα νέα σου;
    haberes buenos - καλά νέα
     συνώνυμα: avizo, novedad
  2. (πληθυντικός) οι ειδήσεις, τα νέα, το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
     συνώνυμα: novedades

Παράγωγες λέξεις Επεξεργασία



Ισπανικά (es) Επεξεργασία

  Ρήμα Επεξεργασία

haber (es)



Τουρκικά (tr) Επεξεργασία

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /hɑˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ha‐ber

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

haber (tr)

  1. η είδηση, το νέο
    ne haber? (στην καθομιλουμένη: "n'aber?")
    τι γίνεται; ποια είναι τα νέα σου;
  2. (πληθυντικός) οι ειδήσεις, τα νέα, το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
    Haberleri izledin mi?
    Είδα τις ειδήσεις;

Κλίση Επεξεργασία

Παράγωγες λέξεις Επεξεργασία

Σύνθετα Επεξεργασία