ενικός         πληθυντικός  
haber haberes

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

haber αρσενικό

  1. η είδηση, το νέο
      ke haber? - τι γίνεται; ποια είναι τα νέα σου;
      haberes buenos - καλά νέα
     συνώνυμα: avizo, novedad
  2. (πληθυντικός) οι ειδήσεις, τα νέα, το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
     συνώνυμα: novedades

Παράγωγα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

haber (tr)

  1. η είδηση, το νέο
      ne haber? (στην καθομιλουμένη: "n'aber?")
    τι γίνεται; ποια είναι τα νέα σου;
  2. (πληθυντικός) οι ειδήσεις, τα νέα, το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
      Haberleri izledin mi?
    Είδα τις ειδήσεις;

Παράγωγα

επεξεργασία