Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική drukarka drukarki
γενική drukarki drukarek
δοτική drukarce drukarkom
αιτιατική drukar drukarki
οργανική drukar drukarkami
τοπική drukarce drukarkach
κλητική drukarko drukarki

  Ετυμολογία επεξεργασία

drukarka < drukować

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /druˈkarka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

drukarka (pl) θηλυκό