deklinacja
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deklinacja | deklinacje |
γενική | deklinacji | deklinacji(/deklinacyj) |
δοτική | deklinacji | deklinacjom |
αιτιατική | deklinację | deklinacje |
οργανική | deklinacją | deklinacjami |
τοπική | deklinacji | deklinacjach |
κλητική | deklinacjo | deklinacje |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌdɛklʲĩˈnat͡s̑ʲja/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
deklinacja (pl) θηλυκό
- (γραμματική) η κλίση
- (αστρονομία) η απόκλιση (ουράνιου σώματος)