Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
battant
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
battant
<
battre
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ba.tɑ̃
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
battant
battants
battant
(fr)
αρσενικό
το κινητό μέρος μιας
πόρτας
,
παραθύρου
,
επίπλου
· η
πόρτα
μιας
ντουλάπας
· το
παραθυρόφυλλο
(
τεχνολογία
) κινητό
εξάρτημα
που προσκρούει πάνω σε άλλο
βαρύ μεταλλικό
εξάρτημα
μιας
καμπάνας
που χτυπάει πάνω της
battant d'un pavillon
- η οριζόντια
διάσταση
μιας
σημαίας
, αυτή που
χτυπά
από τον
αέρα
≠
αντώνυμα
:
guindant