Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

guindant < guinder

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɛ̃.dɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
guindant guindants

guindant (fr) αρσενικό