guinder
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- guinder < windé < σκανδιναβική winda, υψώνω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαguinder (fr) (μεταβατικό)
- (τεχνολογία) υψώνω ένα κατάρτι με ένα πολύσπαστο
- (τεχνολογία) σηκώνω ένα βάρος με γερανό, τροχαλία ή άλλο μηχανισμό
- (λόγιο) προσέχω πάρα πολύ την εμφάνιση κάποιου, κάνω κάτι ή κάποιον να φαίνεται επιτηδευμένος