guindeau
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- guindeau < guinder
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
guindeau | guindeaux |
guindeau (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) οριζόντιο βαρούλκο που ανυψώνει την άγκυρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη guinder