guindé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- guindé < guinder
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guindé | guindés |
θηλυκό | guindée | guindées |
guindé (fr)
- επιτηδευμένος
- που προσποιείται
- σφιγμένος (μέσα στα ρούχα του/της)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη guinder