guinderesse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- guinderesse < guinder
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
guinderesse | guinderesses |
guinderesse (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη guinder