bacchanale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bacchanale < λατινική Bacchanalia
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bacchanale | bacchanales |
bacchanale (fr) θηλυκό
- οι Βακχείες
- La bacchanale de Poussin reste chaste.
- (κατ’ επέκταση) θορυβώδης χορός, σε μπαλέτο, σε μεγάλη όπερα
- Le second acte de ce ballet, de cet opéra, est terminé par une bacchanale.
- (οικείο) θορυβώδης γιορτή, με χορούς, μάσκες, ποτά, φαγητό, κλπ.
- Noël a perdu son sens chrétien pour la plupart des gens, c'est une grande bacchanale où le tiroir-caisse règne en roi!
- όργιο
- La soirée a dégénéré en bacchanale et j'ai fini dans le lit de Germaine, ma cousine, dont le mari avait découché!
Δείτε επίσης
επεξεργασία- bacchanale στη γαλλική Βικιπαίδεια