Ετυμολογία

επεξεργασία
bacchanale < λατινική Bacchanalia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.ka.nal/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bacchanale bacchanales

bacchanale (fr) θηλυκό

  1. οι Βακχείες
    La bacchanale de Poussin reste chaste.
  2. (κατ’ επέκταση) θορυβώδης χορός, σε μπαλέτο, σε μεγάλη όπερα
    Le second acte de ce ballet, de cet opéra, est terminé par une bacchanale.
  3. (οικείο) θορυβώδης γιορτή, με χορούς, μάσκες, ποτά, φαγητό, κλπ.
    Noël a perdu son sens chrétien pour la plupart des gens, c'est une grande bacchanale où le tiroir-caisse règne en roi!
  4. όργιο
    La soirée a dégénéré en bacchanale et j'ai fini dans le lit de Germaine, ma cousine, dont le mari avait découché!

Δείτε επίσης

επεξεργασία