πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) arystokrata arystokraci
γενική (dopełniacz) arystokraty arystokratów
δοτική (celownik) arystokracie arystokratom
αιτιατική (biernik) arystokra arystokratów
οργανική (narzędnik) arystokra arystokratami
τοπική (miejscownik) arystokracie arystokratach
κλητική (wołacz) arystokrato arystokraci

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌarɨstɔˈkrata/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arystokrata (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία