Ετυμολογία

επεξεργασία
aperitivo < aperitiv + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική aperitivo aperitivoj
αιτιατική aperitivon aperitivojn

aperitivo (eo)


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aperitivo (io)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aperitivo (es)



 
ένα απεριτίφ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
aperitivo < μεσαιωνική λατινική aperitivus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aperitivo (it)

  Επίθετο

επεξεργασία

aperitivo (it)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aperitivo (pt)