Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανοίξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοίγω
  2. θα ανοίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοίγω
  3. να ανοίξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοίγω