Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Puls die Pulse
γενική des Pulses der Pulse
δοτική dem Puls
Pulse
den Pulsen
αιτιατική den Puls die Pulse

  Ετυμολογία επεξεργασία

Puls < λατινική pulsus

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Puls (de) (πληθυντικός Pulse) αρσενικό

  • σφυγμός
    Man kann den Puls auf mehrere Arten messen. - Μπορεί κανείς να μετρήσει τον σφυγμό του με αρκετούς τρόπους.


  Κύριο όνομα επεξεργασία

Puls αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Puls < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Puls αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]