• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Pension

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : pension

Γερμανικά (de)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Pension die Pensionen
γενική der Pension der Pensionen
δοτική der Pension den Pensionen
αιτιατική die Pension die Pensionen

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

Pension (de) θηλυκό

  • σύνταξη (ποσό που παίρνει ένας συνταξιούχος)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Pension&oldid=5585569"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Αυγούστου 2022, στις 13:25

Γλώσσες

    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Íslenska
    • 한국어
    • Kurdî
    • Norsk
    • Polski
    • Русский
    • Slovenščina
    • Svenska
    • Tagalog
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Αυγούστου 2022, στις 13:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie