Δείτε επίσης: Pension

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pension pensions

pension (en)

  • η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)

pension (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pension pensions

pension (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pension pensions

pension (fr) θηλυκό

  1. χρηματικό ποσό που λαμβάνει κάποιος σε τακτά χρονικά διαστήματα
  2. (Βέλγιο), (Λουξεμβούργο) η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)
  3. η πανσιόν
  4. χρηματικό ποσό που κατατίθεται για την κατοικία και τη διατροφή κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

pension (eo)