pension
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
pension (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pension | pensions |
pension (fr) θηλυκό
- χρηματικό ποσό που λαμβάνει κάποιος σε τακτά χρονικά διαστήματα
- (Βέλγιο), (Λουξεμβούργο) η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)
- η πανσιόν
- χρηματικό ποσό που κατατίθεται για την κατοικία και τη διατροφή κάποιου
Επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
pension (eo)