Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pension off
γ΄ ενικό ενεστώτα pensions off
αόριστος pensioned off
παθητική μετοχή pensioned off
ενεργητική μετοχή pensioning off

  Ετυμολογία επεξεργασία

pension off < → δείτε τις λέξεις pension και off

  Ρήμα επεξεργασία

pension off (en)

  • (ειδικά βρετανικά αγγλικά) συνταξιοδοτώ, επιτρέπω ή αναγκάζω κάποιον να πάρει σύνταξη
    The state pensions off public servants.
    Το κράτος συνταξιοδοτεί τους δημόσιους υπαλλήλους.
    The employee is pensioned off after a certain number of years of service.
    Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.

  Πηγές επεξεργασία