Olivenbaum
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Olivenbaum | die | Olivenbäume |
γενική | des | Olivenbaumes Olivenbaums |
der | Olivenbäume |
δοτική | dem | Olivenbaum Olivenbaume |
den | Olivenbäumen |
αιτιατική | den | Olivenbaum | die | Olivenbäume |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαOlivenbaum (de) αρσενικό