Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Notfall
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
der
Notfall
die
Notfäll
e
γενική
des
Notfall
es
Notfall
s
der
Notfäll
e
δοτική
dem
Notfall
Notfall
e
den
Notfäll
en
αιτιατική
den
Notfall
die
Notfäll
e
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Notfall
(de)
αρσενικό
κατάσταση
ανάγκης