Mund
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Mund | die | Münder |
γενική | des | Mundes Munds |
der | Münder |
δοτική | dem | Mund Munde |
den | Mündern |
αιτιατική | den | Mund | die | Münder |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαMund (de) αρσενικό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαMund αρσενικό ή θηλυκό