↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Lebensmittel die Lebensmittel
γενική des Lebensmittels der Lebensmittel
δοτική dem Lebensmittel den Lebensmitteln
αιτιατική das Lebensmittel die Lebensmittel

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Lebensmittel < Leben (ζωή) + -s- + Mittel (μέσο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈleːbn̩sˌmɪtl̩/
 
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Lebensmittel (de) ουδέτερο, συχνά πληθυντικός

Δείτε επίσης

επεξεργασία