Lauf
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Lauf | die | Läufe |
γενική | des | Laufes Laufs |
der | Läufe |
δοτική | dem | Lauf Laufe |
den | Läufen |
αιτιατική | den | Lauf | die | Läufe |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαLauf (de) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαLauf αρσενικό ή θηλυκό