Handbewegung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Handbewegung | die | Handbewegungen |
γενική | der | Handbewegung | der | Handbewegungen |
δοτική | der | Handbewegung | den | Handbewegungen |
αιτιατική | die | Handbewegung | die | Handbewegungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαHandbewegung (de) θηλυκό
- η χειρονομία, σινιάλο με το χέρι