Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Ein-Euro-Job die Ein-Euro-Jobs
γενική des Ein-Euro-Jobs der Ein-Euro-Jobs
δοτική dem Ein-Euro-Job den Ein-Euro-Jobs
αιτιατική den Ein-Euro-Job die Ein-Euro-Jobs

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ein-Euro-Job → δείτε τις λέξεις ein, Euro και Job

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Ein-Euro-Job (de) αρσενικό

  • εργασία κοινής ωφέλειας σε τομείς όπως η οικοδομή, η συντήρηση δημοσίων χώρων, που προτείνεται στους δικαιούχους ορισμένων δημοσίων βοηθημάτων