Ein-Euro-Job
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ein-Euro-Job | die | Ein-Euro-Jobs |
γενική | des | Ein-Euro-Jobs | der | Ein-Euro-Jobs |
δοτική | dem | Ein-Euro-Job | den | Ein-Euro-Jobs |
αιτιατική | den | Ein-Euro-Job | die | Ein-Euro-Jobs |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαEin-Euro-Job (de) αρσενικό