Bewusstseinbildung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bewusstseinbildung | die | Bewusstseinbildungen |
γενική | der | Bewusstseinbildung | der | Bewusstseinbildungen |
δοτική | der | Bewusstseinbildung | den | Bewusstseinbildungen |
αιτιατική | die | Bewusstseinbildung | die | Bewusstseinbildungen |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Bewusstseinbildung < Bewusstsein + Einbildung
Ουσιαστικό
επεξεργασίαBewusstseinbildung (de) θηλυκό
- (πολιτική) δημιουργία μιας πολιτικής συνείδησης