Einbildung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Einbildung | die | Einbildungen |
γενική | der | Einbildung | der | Einbildungen |
δοτική | der | Einbildung | den | Einbildungen |
αιτιατική | die | Einbildung | die | Einbildungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEinbildung (de) θηλυκό