↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Anwendung die Anwendungen
γενική der Anwendung der Anwendungen
δοτική der Anwendung den Anwendungen
αιτιατική die Anwendung die Anwendungen

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Anwendung (de) θηλυκό

  1. εφαρμογή, πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών
    (πληροφορική) βραχυγραφία του Anwendungsprogramm
  2. χρήση
     συνώνυμα: Verwendung, Nutzung, Gebrauch
  3. εφαρμογή
    (ιατρική) εφαρμογή μιας μεθόδου για ιατρική θαραπεία