Anwendung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Anwendung | die | Anwendungen |
γενική | der | Anwendung | der | Anwendungen |
δοτική | der | Anwendung | den | Anwendungen |
αιτιατική | die | Anwendung | die | Anwendungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαAnwendung (de) θηλυκό
- εφαρμογή, πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών
- (πληροφορική) βραχυγραφία του Anwendungsprogramm
- χρήση
- εφαρμογή
- (ιατρική) εφαρμογή μιας μεθόδου για ιατρική θαραπεία