↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -υλλος οἱ -υλλοι
      γενική τοῦ -ύλλου τῶν -ύλλων
      δοτική τῷ -ύλλ τοῖς -ύλλοις
    αιτιατική τὸν -υλλον τοὺς -ύλλους
     κλητική ! -υλλε -υλλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -ύλλω
γεν-δοτ τοῖν  -ύλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-υλλος < -υλος με εκφραστικό διπλασιασμό του λάμδα [1]

  Επίθημα

επεξεργασία

-υλλος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «-ύλλιον» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.