ανασυντεθειμένοι τύποι
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας
όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας
- μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος -
 

*men- (πολύσημη ρίζα)

  1. σκέφτομαι, σκέψη (σημαίνει πνευματική δραστηριότητα)
  2. μένω, παραμένω
  3. ξεχωρίζω, δεσπόζω
  4. μικρός, απομονωμένος