Δείτε επίσης: πίσος
 
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική
      γενική
      δοτική
    αιτιατική τὰ πίσεα
     κλητική !
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ  
γεν-δοτ  
ανώμαλη κλίση, όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
*πῖσος < πίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

*πῖσος ουδέτερο επικός τύπος, μόνον στην αιτιατική πληθυντικού:

  1. (γεωγραφία) λιβάδι
  2. (γεωγραφία) λαγκάδι