↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ῥοιμηώτης οἱ Ῥοιμηῶται
      γενική τοῦ Ῥοιμηώτου τῶν Ῥοιμηωτῶν
      δοτική τῷ Ῥοιμηώτ τοῖς Ῥοιμηώταις
    αιτιατική τὸν Ῥοιμηώτην τοὺς Ῥοιμηώτᾱς
     κλητική ! Ῥοιμηῶτ Ῥοιμηῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ῥοιμηώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ῥοιμηώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ῥοιμηώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ῥοιμηώτης αρσενικό