ῥᾳθυμία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥᾳθυμίᾱ | αἱ | ῥᾳθυμίαι |
γενική | τῆς | ῥᾳθυμίᾱς | τῶν | ῥᾳθυμιῶν |
δοτική | τῇ | ῥᾳθυμίᾳ | ταῖς | ῥᾳθυμίαις |
αιτιατική | τὴν | ῥᾳθυμίᾱν | τὰς | ῥᾳθυμίᾱς |
κλητική ὦ! | ῥᾳθυμίᾱ | ῥᾳθυμίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥᾳθυμίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥᾳθυμίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥᾳθυμία < ῥᾳθυμέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥᾳθυμία θηλυκό