ῥόμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥόμος | οἱ | ῥόμοι | ||||
γενική | τοῦ | ῥόμου | τῶν | ῥόμων | ||||
δοτική | τῷ | ῥόμῳ | τοῖς | ῥόμοις | ||||
αιτιατική | τὸν | ῥόμον | τοὺς | ῥόμους | ||||
κλητική ὦ! | ῥόμε | ῥόμοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥόμω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥόμοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥόμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.