ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥόμος οἱ ῥόμοι
      γενική τοῦ ῥόμου τῶν ῥόμων
      δοτική τῷ ῥόμ τοῖς ῥόμοις
    αιτιατική τὸν ῥόμον τοὺς ῥόμους
     κλητική ! ῥόμε ῥόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥόμω
γεν-δοτ τοῖν  ῥόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥόμος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥόμος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία