↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥακίς αἱ ῥακῖδες
      γενική τῆς ῥακῖδος τῶν ῥακίδων
      δοτική τῇ ῥακῖδ ταῖς ῥακῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ῥακῖδ τὰς ῥακῖδᾰς
     κλητική ! ῥακίς* ῥακῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥακῖδε
γεν-δοτ τοῖν  ῥακίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥακίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥακίς, -ῖδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. κλαδί
  2. ※  ὀρόδαμνοι, κλάδοι Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ρ
  3. άλλη μορφή του ῥάκις, ιωνικού τύπου του ῥάχις