↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥᾰθαμιγγ-
ονομαστική ῥαθάμιγξ αἱ ῥαθάμιγγες
      γενική τῆς ῥαθαμιγγός τῶν ῥαθαμιγγῶν
      δοτική τῇ ῥαθαμιγγῐ́ ταῖς ῥαθαμιγξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν ῥαθάμιγγ τὰς ῥαθάμιγγᾰς
     κλητική ! ῥαθάμιγξ ῥαθάμιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαθάμιγγε
γεν-δοτ τοῖν  ῥαθαμιγγοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'Σφίγξ' όπως «Σφίγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαθάμιγξ < ῥαίνω, ῥαθαμίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥαθάμιγξ, -ιγγος θηλυκό

  1. σταγόνα, ρανίδα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 183 (183-184)
    ὅσσαι γὰρ ῥαθάμιγγες ἀπέσσυθεν αἱματόεσσαι, | πάσας δέξατο Γαῖα·
    όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν, | όλες τις δέχτηκε η Γη.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για στερεά σώματα) κόκκος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 502 (502-504)
    αἰεὶ δ᾽ ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον, | ἅρματα δὲ χρυσῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε | ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον·
    Και από την σκόνη ευφραίνονταν επάν᾽ ο κυβερνήτης, | και οπίσω στα φτερόποδα πουλάρια ροβολούσε | τ᾽ αμάξι χρυσοκόλλητο με δίπλες κασσιτέρου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr