Δείτε επίσης: υπούργημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑπούργημᾰ τὰ ὑπουργήμᾰτ
      γενική τοῦ ὑπουργήμᾰτος τῶν ὑπουργημᾰ́των
      δοτική τῷ ὑπουργήμᾰτ τοῖς ὑπουργήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ὑπούργημᾰ τὰ ὑπουργήμᾰτ
     κλητική ! ὑπούργημᾰ ὑπουργήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπουργήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ὑπουργημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ὑπούργημα < ὑπουργέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπούργημα, -ατος ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία