ὑπούργημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑπούργημᾰ | τὰ | ὑπουργήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ὑπουργήμᾰτος | τῶν | ὑπουργημᾰ́των |
δοτική | τῷ | ὑπουργήμᾰτῐ | τοῖς | ὑπουργήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ὑπούργημᾰ | τὰ | ὑπουργήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ὑπούργημᾰ | ὑπουργήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπουργήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπουργημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαὑπούργημα < ὑπουργέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑπούργημα, -ατος ουδέτερο
- προσφερόμενη, παρεχόμενη υπηρεσία
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας Γοργίας, Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία, 9
- ἀλλ᾽ οὐκ εἰκὸς ἀντὶ μεγάλων ὑπουργημάτων ὀλίγα χρήματα λαμβάνειν.
- Μα δεν είναι εύλογο για μεγάλες υπηρεσίες να πάρει κανείς λίγα χρήματα.
- Μετάφραση (1991): Παύλος Καλλιγάς @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ οὐκ εἰκὸς ἀντὶ μεγάλων ὑπουργημάτων ὀλίγα χρήματα λαμβάνειν.
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Ανδοκίδης, Περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου, Section 17 @scaife.perseus.org
- ὁρᾶν δὲ χρή, ὦ Ἀθηναῖοι, ὅσῳ τὰ τοιαῦτα τῶν ὑπουργημάτων διαφέρει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱέρων, 8.7 @scaife.perseus
- ὁπότε γε μὴν ἐκ τῶν ἴσων ὑπουργημάτων μειζόνων χαρίτων ὑμεῖς τυγχάνετε, πῶς οὐκ ἐπειδάν γε ὑμεῖς πολλαπλάσια μὲν διαπράττοντες ὠφελεῖν δύνησθε, πολλαπλάσια δὲ δωρεῖσθαι ἔχητε, ὑμᾶς καὶ πολὺ μᾶλλον φιλεῖσθαι τῶν ἰδιωτῶν προσήκει;
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας Γοργίας, Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία, 9
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑπούργημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπούργημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.