Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπούργημα < ὑπουργῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπούργημα ουδέτερο

  • προσφερόμενη, παρεχόμενη υπηρεσία