Ετυμολογία

επεξεργασία

ὑπουργέω < ὑπουργός

ὑπουργέω

  1. προσφέρω υπηρεσία ή βοήθεια σε κάποιον
  2. υπηρετώ. βοηθώ, συντρέχω