Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑνίον τὰ ὑνία
      γενική τοῦ ὑνίου τῶν ὑνίων
      δοτική τῷ ὑνί τοῖς ὑνίοις
    αιτιατική τὸ ὑνίον τὰ ὑνία
     κλητική ! ὑνίον ὑνία
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑνίον < μεσαιωνική ελληνική *ὑνίον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕνιον, υποκοριστικό του θηλυκού ὕνις [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑνίον ουδέτερο

  • το υνί
    άλλη γραφή: ὑννίον

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία