↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὅπλισῐς αἱ ὁπλίσεις
      γενική τῆς ὁπλίσεως τῶν ὁπλίσεων
      δοτική τῇ ὁπλίσει ταῖς ὁπλίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὅπλισῐν τὰς ὁπλίσεις
     κλητική ! ὅπλισῐ ὁπλίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁπλίσει
γεν-δοτ τοῖν  ὁπλισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὅπλισις < ὁπλίζω + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὅπλισις θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία