ὅπλισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὅπλισῐς | αἱ | ὁπλίσεις |
γενική | τῆς | ὁπλίσεως | τῶν | ὁπλίσεων |
δοτική | τῇ | ὁπλίσει | ταῖς | ὁπλίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὅπλισῐν | τὰς | ὁπλίσεις |
κλητική ὦ! | ὅπλισῐ | ὁπλίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁπλίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁπλισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὅπλισις θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὅπλισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὅπλισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.