ὀφρύδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀφρύδιον | τὰ | ὀφρύδιᾰ |
γενική | τοῦ | ὀφρυδίου | τῶν | ὀφρυδίων |
δοτική | τῷ | ὀφρυδίῳ | τοῖς | ὀφρυδίοις |
αιτιατική | τὸ | ὀφρύδιον | τὰ | ὀφρύδιᾰ |
κλητική ὦ! | ὀφρύδιον | ὀφρύδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀφρυδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀφρυδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀφρύδιον < ὀφρῦς + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀφρύδιον ουδέτερο