ὀρχομένιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀρχομένιον | τὰ | ὀρχομένιᾰ |
γενική | τοῦ | ὀρχομενίου | τῶν | ὀρχομενίων |
δοτική | τῷ | ὀρχομενίῳ | τοῖς | ὀρχομενίοις |
αιτιατική | τὸ | ὀρχομένιον | τὰ | ὀρχομένιᾰ |
κλητική ὦ! | ὀρχομένιον | ὀρχομένιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρχομενίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρχομενίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀρχομένιον < Ὀρχομεν(ός) + -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀρχομένιον, -ου ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ὀρχομένιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.