↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀκταετηρίς αἱ ὀκταετηρίδες
      γενική τῆς ὀκταετηρίδος τῶν ὀκταετηρίδων
      δοτική τῇ ὀκταετηρίδ ταῖς ὀκταετηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὀκταετηρίδ τὰς ὀκταετηρίδᾰς
     κλητική ! ὀκταετηρίς* ὀκταετηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀκταετηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  ὀκταετηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀκταετηρίς < ὀκτ- + -ετηρίς (<ἔτος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀκταετηρίς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία