ὀκταετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀκταετηρίς | αἱ | ὀκταετηρίδες |
γενική | τῆς | ὀκταετηρίδος | τῶν | ὀκταετηρίδων |
δοτική | τῇ | ὀκταετηρίδῐ | ταῖς | ὀκταετηρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὀκταετηρίδᾰ | τὰς | ὀκταετηρίδᾰς |
κλητική ὦ! | ὀκταετηρίς* | ὀκταετηρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀκταετηρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀκταετηρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὀκταετηρίς θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀκταετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.