ὀγκηθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀγκηθμός | οἱ | ὀγκηθμοί |
γενική | τοῦ | ὀγκηθμοῦ | τῶν | ὀγκηθμῶν |
δοτική | τῷ | ὀγκηθμῷ | τοῖς | ὀγκηθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὀγκηθμόν | τοὺς | ὀγκηθμούς |
κλητική ὦ! | ὀγκηθμέ | ὀγκηθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀγκηθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀγκηθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὀγκηθμός αρσενικό